ΑΖΑΤΟΘ…
Όταν τα γηρατειά χτύπησαν τον κόσμο και η έκπληξη χάθηκε από τα ανθρώπινα πνεύματα …
Οταν οι γκρίζες πολιτείες ύψωσαν στους καπνισμένους ουρανούς πανύψηλους απαίσιους πύργους που στην σκιά τους δεν μπορούσε πια κανείς να ονειρευτεί τον ήλιο ή τα ανθισμένα λιβάδια της άνοιξης…
Οταν η επιστήμη έκλεψε από την γη τα θαύματα και οι ποιητές έπαψαν να υμνούν άλλα εκτός από τα παραμορφωμένα φαντάσματα που έβλεπαν με τα θολά ζαλισμένα μάτια τους, στραμμένα πάντα στον εαυτόν τους…
Οταν λοιπόν έγιναν όλα αυτά και χάθηκαν για πάντα από τις μνήμες οι παιδικοί πόθοι, βρέθηκε κάποιος που ταξίδεψε έξω από τη ζωή κι έφυγε στο διάστημα για να αναζητήσει τα αρχαία όνειρα…
Ξέρουμε ελάχιστα πράγματα για το όνομα και την πόλη που έζησε.
Ξέρουμε ωστόσο ότι η καταγωγή του ήταν ταπεινή . Κατοικούσε σε μια πόλη με ψηλούς τοίχους όπου βασίλευε αιώνια ένα άγονο μισόφωτο και δούλευε καθημερινά στην σκιά και στον θόρυβο .
Όταν τέλειωνε την μέρα του γύριζε το βράδυ σε ένα δωμάτιο με ένα μοναδικό παράθυρο που δεν άνοιγε σε κανένα δάσος ή κήπο αλλά σε μια σκοτεινή μικρή αυλή όπου άνοιγαν ακόμα, στην απελπισία και στη μονοτονία , ένα σωρό άλλα παράθυρα.Ολο το πανόραμα από το παράθυρο δεν ήταν παρά τοίχοι κι άλλα παράθυρα. Επρεπε να σκύψει κανείς έξω για να μπορέσει να διακρίνει ψηλά στον ουρανό τα μικρά αστέρια. Κι επειδή η συνεχής θέα των τοίχων και παραθύρων μπορεί να τρελάνει έναν άνθρωπο ονειροπόλο κι έξυπνο, ο κάτοικος του δωματίου συνήθισε σιγά σιγά να ψάχνει κάθε νύχτα στον ουρανό με την ελπίδα να βρει κάτι αλλιώτικο , κάτι που δεν μπορούσε να του δώσει ο κόσμος της εγρήγορσης και η μαυρίλα της πόλης.
Μερικά χρόνια αργότερα αποκαλούσε κάθε άστρο με το όνομά του και το παρακολουθούσε νοητά όταν εξαφανιζόταν. Επειτα κατάφερε να ανακαλύψει , κοιτάζοντας επίμονα τον ουρανό, πράγματα μυστηριώδη.Τέλος κάποια νύχτα ρίχτηκε σε μια γέφυρα πάνω από το βάραθρο που χωρίζει τους δύο κόσμους.
Οι φορτωμένοι με όνειρα ουρανοί ήρθαν να σμίξουν με την κλειστή ατμόσφαιρα του δωματίου και τύλιξαν τον άνθρωπο στην μυθική φαντασμαγορία τους…
Οι βίαιες ιώδεις λάμψεις της βαθιάς νύχτας αστράφτοντας την χρυσή τους σκόνη μπήκαν στο δωμάτιο . Μετά ακολούθησαν ανεμοστρόβιλοι φωτιάς και άμμου φερμένοι από τα άπειρα διαστήματα και φορτισμένοι με τα πιο βαριά αρώματα του υπερπέραν.
Ωκεανοί οπίου ξεχύθηκαν φωτισμένοι, φέρνοντας στα κύματά τους νεράϊδες και παράξενα δελφίνια από τα απύθμενα βάθη.Το άπειρο στροβίλισε γύρω από τον άνθρωπο που ονειρευόταν και τον πήρε αθόρυβα χωρίς καν να αγγίξει το σώμα του που έμεινε ακουμπισμένο στο παράθυρο.
Και επί πολλές ημέρες άγνωστες για ανθρώπινα ημερολόγια τα κύματα και τα ρεύματα των πιο μακρινών κόσμων , τον έφεραν γλυκά προς το βασίλειο των ονείρων που τόσο επιζητούσε…Προς τα όνειρα που είχαν χάσει οι άνθρωποι.
Τέλος όταν συμπληρώθηκαν πολυάριθμοι κύκλοι, τον άφησαν τρυφερά, πάντα αποκοιμισμένο στην πράσινη όχθη κάποιας ανατολής…Σε μια πράσινη όχθη που μοσχοβολούσε από τα άνθη του λωτού και τις κόκκινες καμέλιες…
Χ.Φ.ΛΑΒΚΡΑΦΤ
Category: Αποκαλύψεις