«ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»

29 Μαΐου 2012 | By

ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΙΝΑΡΔΟΥ
 

Σκουραίνει ο καιρός και σωπαίνει μαζί του κι ο ήλιος.

Κάπου, κάπως, κάποτε, υπήρχε μια εφημερίδα γεμάτη ζωή. Ευχαριστημένοι, δυσαρεστημένοι, ενοχλημένοι, χαρούμενοι, αγχωμένοι, έξυπνοι, αδαείς, εργαζόμενοι. Τα ασανσέρ της γέμιζαν διαρκώς από κόσμο και γι’ αυτό χαλούσαν συχνά.

Και μετά αυτή η εφημερίδα σταμάτησε να πληρώνει τους πολλούς της εργαζόμενους κι αυτοί άρχισαν σιγά σιγά να απομακρύνονται από τα ασανσέρ που πάντα ψηλά προσδοκούσαν να τους πάνε κι ας μην έφτανε ορισμένων το δάχτυλό για να πατήσουν το πιο ψηλό κουμπί.

«Έτσι κι αλλιώς θα χαλάσει», σκέφτηκαν, «ας πάμε με τα πόδια». Κι άρχισαν να κατεβαίνουν, ένας ένας από τα σκαλιά. Και μέχρι να κατέβουν στο τελευταίο το σκαλί κοντοστέκονταν και ρωτούσαν τον άλλον που περνούσε: «Έμαθες τίποτα»;

Ένας χρόνος ημι-ανεργίας.

Κατεβαίνοντας με τα πόδια πέφτανε στο λογιστήριο του πρώτου ορόφου. Κι εκεί στους τοίχους του διαδρόμου διέκριναν παλιές ιστορίες: τότε που συγγενείς, φίλοι και λοιποί γνωστοί, με μια παραγγελιά έμπαιναν αυτόματα στη λίστα των ευεργετημένων για μία ανθοδέσμη, για ένα κινητό με δωρεάν χρόνο ομιλίας, για μία προκαταβολή, για μια ακριβή συνεργασία, για το οτιδήποτε. Τότε που οι πολλοί δε μιλούσαν. Ήταν οι περισσότεροι ευχαριστημένοι ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν.

Η κάθοδος, μετά η αποχώρηση, μετά κλειδώθηκαν τα γραφεία, αράχνιασαν οι υπολογιστές, το χαρτί στο φαξ τελείωσε κι ένα μεγάλο πανό, που κάτι για απεργία έλεγε, κρεμάστηκε στην είσοδο που πριν από μερικά χρόνια κάποιοι νεαροί των Εξαρχείων είχαν πετάξει κόκκινη μπογιά και πριν από πολλά χρόνια -το 1995- κάποιοι άλλοι είχαν πετάξει ένα ολόφρεσκο γιαούρτι στα μούτρα γνωστού δημοσιογράφου και μετέπειτα γνωστού εκδότη.

Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή!

Ο Κώστας του θυρωρείου μαζί με την Διονυσία από το εστιατόριο του τρίτου «μετανάστευσε» για τον Όλυμπο, κι επειδή τα πράγματα εδώ στην Ελλάδα δεν αντέχουν για πολύ, σκέφτεται να μεταναστεύσει για Γερμανία.

Ένας από τους παλιούς φωτορεπόρτερ της εφημερίδας τώρα τρέχει να φωτογραφήσει τουρίστες στα νησιά του Αιγαίου και πριν ξυπνήσουν αυτοί, να ξυπνήσει αυτός για να τους τις πουλήσει και να βγάλει κάνα φράγκο.

Η Ντία παραμένει εκεί να σερβίρει φαγητό στον τρίτο όροφο για όποιον έχει απομείνει κι διαθέτει ακόμη λεφτά για ένα εκτός σπιτιού μεσημεριανό.

Και σε κάποιον άλλον όροφο που και που μοιράζονται τρόφιμα γι’ αυτούς δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.

Κάποιοι άλλοι κλαίνε στα σπίτια τους, κάποιοι άλλοι ξεφυλλίζουν παλιά τεύχη της εφημερίδας και των περιοδικών της και κάποιοι ξεκινούν για ένα φιλόδοξο βήμα, για να εκπληρώσουν αυτό που οραματίζονταν.

Κάποιοι ακόμη μάχονται στους δρόμους μαζί με τους υπόλοιπους απλήρωτους-άνεργους εργαζόμενους τούτου δω του αχανούς πια ελληνικού τοπίου.

Όλοι φύγανε από την Εφημερίδα που υπήρξε κάπου, κάπως, κάποτε. Ακόμη κι εκείνος ο νεαρός με την τσιριχτή φωνή που συνήθιζε να πηγαίνει στις συνελεύσεις των εργαζομένων με κουστούμι με σκοπό να τα χώσει στον εχθρό, την εργοδοσία ή όποιον άλλο έβλεπε μπροστά του και τον θεωρούσε «καθεστωτικό»!

Αταίριαστο το κουστούμι με αυτήν την εφημερίδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν διευθυντή μιας άλλης μεγάλης εφημερίδας του συντηρητικού χώρου, με τον οποίον κάποιο φεγγάρι συνεργαστήκαμε στην τηλεόραση (Αλέξης Παπαχελάς) ο οποίος με παρατήρησε χαριτολογώντας πως όταν βγαίνω στην τηλεόραση, δεν θα πρέπει να ντύνομαι… Ελευθεροτυπία!

Όπως και να’ χει…

Τώρα αυτή την εφημερίδα, άλλοι την βρίζουν κι άλλοι ακόμα την ποθούν. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι είναι περισσότεροι όσοι την ποθούν παρά την… βρίζουν.

Η ιστορία θα δείξει. Έτσι δεν γίνεται πάντα;

http://www.pheme.gr/article.aspx?id=4046 

Category: Χωρίς κατηγορία

About the Author ()

Comments are closed.

Visit Us On TwitterVisit Us On FacebookVisit Us On Google PlusVisit Us On YoutubeCheck Our Feed