ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ …ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ
Ο κυβερνήτης
Τα αποτελέσματα, τραγικά: 47 άνθρωποι πέφτουν νεκροί, ανάμεσά τους και τρία παιδιά. Η διαδήλωση διαλύεται και η τάξη αποκαθίσταται.
Ο κυβερνήτης εισπράττει τα συγχαρητήρια των συνεργατών και των ανωτέρων του για τον αποφασιστικό χειρισμό της υπόθεσης. Ολα αυτά σε μια ρωσική επαρχία το 1905.
Ο «δικός» μας κυβερνήτης σήκωσε και αυτός το άσπρο του μαντίλι, όταν κατάλαβε ότι βούλιαζε σε έναν άγνωστο βάλτο οικονομικών προβλημάτων. Και οι δανειστές μας, σαν έτοιμοι από καιρό, άρχισαν τις ομοβροντίες κατά των Ελλήνων προλετάριων. Τα αποτελέσματα, τραγικά: εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, εκατομμύρια πολίτες στην ανέχεια. Ο κυβερνήτης μας εισπράττει τα εύσημα των συνεργατών του, αλλά οι ανώτεροί του παραμένουν επιφυλακτικοί.
Ο κυβερνήτης τού Αντρέγιεφ, την επόμενη μέρα, πηγαίνει στην αποθήκη όπου στοίβαξαν τα θύματα. Εκεί κάτι σπάει μέσα του. Και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν λαμβάνει πια υπόψη του τον περίγυρό του. Βυθίζεται στην απόγνωση και τις τύψεις.
Τον δικό μας κυβερνήτη δεν φαίνεται να τον αγγίζει τίποτα. Ισως να μην αφήνει και ο περίγυρός του να τον αγγίξει. Πιστεύει ακράδαντα ότι μας στραγγαλίζει για το καλό μας.
Ο κυβερνήτης τού Αντρέγιεφ έχει καταλάβει πια ότι όλοι θέλουν να τον σκοτώσουν για το κακό που έκανε στην πόλη. Ακόμα και οι δικοί του υπάλληλοι του το λένε θαρραλέα, χωρίς να το κρύβουν.
Στον δικό μας κυβερνήτη οι υπάλληλοί του τού λένε ψέματα.
Στον κυβερνήτη τού Αντρέγιεφ αρχίζουν και φτάνουν ανώνυμα γράμματα. Τον αποκαλούν παιδοκτόνο και δολοφόνο. Συγκλονίζεται. Με μεγάλη προσοχή τα ταξινομεί, τα φροντίζει και αρχίζει ένα νοερό διάλογο με τους επιστολογράφους. Σε κάποιον λέει «ευχαριστώ».
Ο δικός μας κυβερνήτης αγνοεί κάθε μήνυμα, κάθε αντίδραση ανώνυμων και επώνυμων πολιτών. Οι ογκώδεις διαδηλώσεις, οι απεργίες, οι προβοκάτσιες, οι αγώνες, είναι μια θολή εικόνα στον υπολογιστή του.
Ο κυβερνήτης τού Αντρέγιεφ, όπως και ο δικός μας, κάνει την καθημερινή του γυμναστική. Περπατάει για δύο ώρες κάθε πρωί μέσα στην πόλη. Τις εβδομάδες που ακολουθούν παγιώνεται μέσα του η μεγάλη απόφαση: Η ζωή μου για την τιμή μου. Ετσι διώχνει τη φρουρά του και συνεχίζει τις βόλτες του στις λαϊκές συνοικίες. Ενα πρωί βρίσκει τη Νέμεσή του. Τρεις άνδρες, που δεν θα μάθουμε τίποτα γι’ αυτούς, του στήνουν ενέδρα σε λασπωμένο δρομάκι. Περιμένει με παρρησία τον ερασιτέχνη εκτελεστή να βγάλει το πιστόλι που έχει σκαλώσει στη φόδρα της τσέπης του και να τον πυροβολήσει τρεις φορές.
Το τελευταίο γράμμα που έλαβε ήταν από μια μαθήτρια Γυμνασίου. Του έγραψε: «Χθες ονειρεύτηκα την κηδεία σας. Πίσω από το φέρετρο υπήρχαν μόνον αστυνομικοί. Θα σας κλάψω σαν να ήμουν κόρη σας, γιατί σας λυπάμαι αφάνταστα».
Category: Ελευθεροτυπία