Μια απάντηση στους σύγχρονους φασίστες που επιχειρούν να αλλοιώσουν λυσσαλέα με ψέματα και συκοφαντίες τoν αγώνα των ανταρτών – 8 Ιουνίου 1948 – Η μάχη των Λεχαινών
8 Iουνίου 1948.
Στις 4 το πρωί της 8ης Ιούνη 1948, τμήμα ανταρτών του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας δύναμης δύο λόχων με διοικητές τους Δημήτρη Πετρόπουλο (Ζαχαριά) και Νικήτα Πολυκράτη και ο λόχος Πολιτοφυλακής με επικεφαλής τον Κώστα Μπασακίδη αντισυνταγματάρχη – διοικητή του Αρχηγείου και το Τάγμα Καμαρινού ( τρεις λόχοι πεζικού και μια πολυβολαρχία) επιτέθηκαν στις βάσεις του κυβερνητικού στρατού στα Λεχαινά, την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα.
«Κύριος στόχος ήταν τα Λεχαινά, κέντρο της αμυντικής διάταξης των κυβερνητικών στο βορειοδυτική Πελοπόννησο, επί της σιδηροδρομικής γραμμής και του δημόσιου δρόμου. Σε μικρή απόσταση υπήρχαν στρατοπεδευμένες μόνιμες δυνάμεις του αντιπάλου, σε Πάτρα, Αμαλιάδα και Πύργο», αναφέρει σε συνέντευξη του στον γράφοντα το στέλεχος του Δ.Σ.Ε Αριστείδης Καμαρινός.
Γύρω από τις τρεις αυτές κωμοπόλεις είχε σχηματιστεί κλοιός με ενέδρες από άλλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού για να αντιμετωπίσουν τα κυβερνητικά μηχανοκίνητα τμήματα σε περίπτωση που έσπευδαν για βοήθεια των αμυνομένων, από Πάτρα, Χαλανδρίτσα, Πύργο, Γαστούνη και Αμαλιάδα. Την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα θα χτυπούσαν οι λόχοι Νικήτα και Ζαχαριά.
Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου συνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος.
Πορεία από τα βουνά στον κάμπο
Ανάμεσα στ’ άλλα γράφει ο επιτελάρχης Κώστας Κανελλόπουλος στην έκθεση προς το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου για τη μάχη : » …Η εκκίνησις έγινε από το Σανταμέρι, μεταξύ Γάλαρου-Πόρτες 10 ώρες μακριά από τις βάσεις του εχθρού, για την επιτυχία του αιφνιδιασμού πράγμα που πέτυχε πέρα για πέρα….
Στο κάμπο ο λαός έμεινε κατάπληκτος από το τόλμημα αυτό των ανταρτών, στη μάχη τα τμήματα έδειξαν την συνηθισμένη μαχητικότητα και ανώτερη ακόμα που τα οχυρά του εχθρού απεδείχθη ότι είναι ανίκανα να τον υπερασπίσουν.
Οι νεκροί στη πλειοψηφία είναι Χίτες, μερικοί χωροφύλακες και δύο ενωμοτάρχες. Έμεινε το κτίριο της αστυνομίας το οποίο θα έπεφτε εάν είχαμε μια ώρα καιρό…»
Προσέγγιση των στόχων
Η κύρια δύναμη των ανταρτών μπήκε στη πόλη των Λεχαινών από βορειοανατολικά, μαζί με τη διοίκηση του Τάγματος. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων έφτανε τους 250. Πριν την επίθεση, ομάδες ελευθέρων σκοπευτών, έκοψαν με σαμποτάζ την τηλεφωνική γραμμή, προς την κατεύθυνση της Μανωλάδας.
Οι αντάρτες που προσέγγισαν τα Λεχαινά από την κατεύθυνση της Ανδραβίδας, έγιναν αντιληπτοί από αγρότες (Ν.Κάτσαρης) που διανυκτέρευαν στα μετόχια, στη περιοχή του Αι-Γιάννη, αλλά κανείς δεν πρόδωσε τις κινήσεις τους στους χωροφύλακες ή τον στρατό.
Η διοίκηση των ανταρτών, είχε στα χέρια της λεπτομερή τοπογραφικά σχεδιαγράμματα των στόχων μέσα στην πόλη, τα οποία είχαν σχεδιάσει αντάρτες καταγόμενοι από την περιοχή, σε συνεργασία με τα Κέντρα Πληροφοριών της περιοχής.
Μαζί με τα μάχιμα τμήματα, στην επιχείρηση πήρε μέρος ο λόχος Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας υπό την διοίκηση του καπετάν Φλώρου, και η υποδειγματική ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας υπό το Μίμη Φουσκαρίνη από την Ανδραβίδα, υπεύθυνο για την νεολαία του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας.
Λεχαινά
Αρίστος Καμαρινός διοικητής του 2ου Τάγματος Ταυγέτου:
« Η κύρια αποστολή στα Λεχαινά είχε ανατεθεί στο τάγμα μου, που με όλες του τις δυνάμεις χτύπησε τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού που είχαν εγκατασταθεί σε δέκα τσιμεντένια οχυρά, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης.
Η επίθεση και στις τρεις αυτές κωμοπόλεις άρχισε ακριβώς τη στιγμή που είχε καθοριστεί, παρ’ όλο που διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις, με σύντονη νυχτερινή πορεία. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα σ’ αυτή τη μάχη, πέτυχε ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και έτσι μέσα σε λίγες ώρες μπορέσαμε να καταλάβουμε στα Λεχαινά τα 9 από τα 10 οχυρά, που υπερασπίζονταν χωροφύλακες και ΜΑΥδες, κράτησε μόνο το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, στο οποίο συγκεντρώθηκαν και όσοι διασώθηκαν από τα άλλα οχυρά που καταλήφθηκαν.
Όταν διατάχθηκε υποχώρηση των τμημάτων μας, μισή ώρα μετά τη λήξη του καθορισμένου ωφέλιμου χρόνου επίθεσης, την 8.30 πρωινή, οι εγκλωβισμένοι στο οχυρό, εξακολουθούσαν να αμύνονται μέσα στα Λεχαινά, εκτός από το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής ήταν και μερικοί ελεύθεροι σκοπευτές χωροφύλακες, που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες κτιρίων, κοντά στα φυλάκια του Αγίου Δημητρίου και Μπρέζα.
Αν είχαμε μια ώρα ακόμη η επιτυχία μας θα ήταν απόλυτη, θα γινόταν και πλήρης εκμετάλλευση της στρατιωτικής μας επιτυχίας τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε εφόδια.
Ο αντίπαλος είχε μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εμείς είχαμε 6 νεκρούς, 10 τραυματίες και 6 αιχμαλώτους.
Το Τάγμα μου είχε 2 νεκρούς, τους Παν.Κωσταράκο και τον Γιώργο Δεμίρη, από το χωριό Αετός της Άνω Μεσσηνίας, που σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση μας από τα Λεχαινά, κοντά στο χωριό Πόρτες, από σφαίρα αεροπλάνου.
Θυμάμαι και όλα όσα μεταδίδονταν την επόμενη ημέρα της μάχης από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας και όσα ευτράπελα έγραψαν οι Αθηναϊκές και οι τοπικές εφημερίδες, σχετικά με την κατάληψη των τσιμεντένιων οχυρών, για τα νέα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες, τα οποία τους εστάλησαν αεροπορικώς από τη Σοβιετική Ένωση!
Στην πραγματικότητα τα «νέα μας όπλα» ήταν τα οπλοπολυβόλα μας, που με τις συγκεντρωτικές ριπές τους, (2-3 οπλοπολυβόλα που έβαλαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οχυρού για αρκετό διάστημα, άνοιγαν στο οχυρό μικρές τρύπες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν κι έτσι, από τις τρύπες αυτές έπεφταν μέσα στο οχυρό οι χειροβομβίδες που έριχναν άλλοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν πλησιάσει την οχυρωμένη θέση. Αυτά ήταν τα νέα όπλα μας τα οποία τα είχαμε καταλάβει βέβαια από προηγούμενες επιχειρήσεις…»
Διάρκεια επιχείρησης
Η μάχη διήρκεσε 41/2 ώρες, από τις 4 τα ξημερώματα μέχρι τις οκτώμισι το πρωί, οπότε οι αντάρτες συμπτύχθηκαν όταν απειλήθηκαν πλευρικά από μηχανοκίνητα τμήματα του κυβερνητικού Στρατού, που ήρθαν από Πύργο και Πάτρα.
Απόσπασμα από την περιγραφή της μάχης των Λεχαινών από τον υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού Αλ.Τσιγγούνη.
«Δύναμις 300 περίπου ανταρτών επετέθη ταυτοχρόνως εναντίον των Λεχαινών, της Ανδραβίδας και των Καβασίλων με την κύριαν προσπάθειαν προς Λεχαινά…Ο Διοικητής… της Τ.Σ.Ε.Π πληροφορηθείς περί της επιθέσεως την 7.30 πρωινήν ώραν διέταξεν ίνα λόχος του εν Πύργω 21 Τ.Ε μετά του Ουλαμού τεθωρακισμένων σπεύσουν προς Λεχαινά, έτερος λόχος προς Χάβαρι…
Άλλος λόχος μετά Ουλαμού τεθωρακισμένων εκινήθησαν επ’ αυτοκινήτων προς Γάλαρος-Ρουπάκι-Προστοβίτσα…Ετερος λόχος επιβιβασθείς εκτάκτου αμαζοστοιχίας εκινήθη προς Λεχαινά… Αι δυνάμεις αύται κινηθείσαι προς Μπόρσι επετέθησαν εναντίον των ανταρτών.
Η μάχη διήρκεσε μέχρι της 20.30 ώρας, ότε διεκόπη λόγω σκότους, οι δε αντάρτες διεσκορπίσθησαν εντός παρακείμενου δάσους… Η αεροπορία επεμβάσα καθ’ όλην την ημέραν δεν έσχε σοβαρά αποτελέσματα λόγω του κεκαλυμμένου του εδάφους υπό σιτηρών και θάμνων. Αι απώλειαι των ημετέρων ήσαν 13 οπλίται, δύο χωροφύλακες και 18 ΜΑΥ νεκροί και 10 στρατιώται και 4 χωροφύλακες τραυματίαι…»
Ανδραβίδα
Την επίθεση στην Ανδραβίδα ενήργησαν τμήματα του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας, με δύο λόχους(Ζαχαριά και Νικήτα).
Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 το πρωί της 8ης Ιουνίου 1948. Τμήματα σαμποτέρ διείσδυσαν στο κέντρο της πόλης και απέκοψαν την επικοινωνία των εξωτερικών φυλακίων με την υποδιοίκηση Χωροφυλακής και τα οχυρωμένα σπίτια. Μέσα σε λίγη ώρα όλα τα εξωτερικά φυλάκια έπεσαν, οι Μάυδες και οι εθνοφύλακες παραδόθηκαν,ενώ ελάχιστοι κατάφεραν να διαφύγουν προς το δυτικό τμήμα της πόλης και να κρυφτούν στα κτήματα.
Κριτική στη μάχη
«Η αεροπορία άρχισε από τις πρώτες ώρες τις αναγνωριστικές πτήσεις. Το 2ο Ταγμα βάδισε καλά, εκ του δρομολογίου που του υποδείχτηκε και δεν πιέστηκε καθόλου, ούτε από τον εχθρό που μας ακολουθούσε, ούτε από την αεροπορία.
Είχε μόνο ένα εχθρό από την αεροπορία.
Το Αρχηγείο Αχαΐας: Ο λόχος του Νικήτα, καίτοι είχε συμπτυχθεί μια ώρα ενωρίτερα, εβράδυνεν εις την πορεία καθηλωθείς κατ’ επανάληψη γιατί εβάδιζε επάνω στο δρόμο που ήλεγχε η αεροπορία.
Το ίδιο συνέβη και με το λόχο Ζαχαριά. Η αεροπορία ανεκάλυψε τα τμήματα Νικήτα-Ζαχαριά (από έλλειψη μέτρων ασφαλείας κίνησης των ανδρών), τα καθήλωσε και ο εχθρός επετέθη από πολλά σημεία.
Ο εχθρός με την αεροπορία ενήργησε σφοδρές επιθέσεις χωρίς προηγούμενο, με 3, 4, και 5 αεροπλάνα. Το σοβαρότερο ήταν ότι τα τμήματα είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις μάχης γιατί είχαν πάρει διαταγή συμπτύξεως όταν η αεροπορία άρχισε να πολυβολεί και να ρίχνει καταιγιστικά ρουκέτες…»
Από την έκθεση του επιτελάρχη του Δ.Σ.Π αντισυνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλου προς το Αρχηγείο του Δ.Σ.Π.
Γιατί έγινε η επιχείρηση;
Πολλά έχουν κατά καιρούς γραφτεί για τους λόγους που ο Δ.Σ.Π αποφάσισε το καλοκαίρι του 1948 μια σειρά επιθέσεις στη παραλιακή ζώνη της Πελοποννήσου.
Πριν κάποια χρόνια, διάβασα σε έκδοση του Δήμου Λεχαινών, με τίτλο «Ο Δήμος Μυρτουντίων και τα Λεχαινά» ότι την επίθεση του Δ.Σ.Π προκάλεσαν «κάποιοι» για να ξεκαθαρίσουν τις προσωπικές τους διαφορές με κάποιους άλλους.
Συγκεκριμένα γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου στη σελίδα 159: «Αλλά και κάποιοι άλλοι τότε, με αμφιλεγόμενους ρόλους, προκάλεσαν την επίθεση των ανταρτών στα Λεχαινά και έβγαλαν από τη μέση το πρόσωπο που ήθελαν(σ.σ. τον πρόεδρο Σαράντη Σαραντόπουλο), χρέωσαν το γεγονός στους αντάρτες και αφού έγειραν προς τους νικητές επένδυσαν για αργότερα , με τον ύποπτο ρόλο τους…»
Χωρίς να καταφύγω σε εύκολους χαρακτηρισμούς για την αλήθεια η όχι των γραφομένων από τον συγγραφέα, θα προσπαθήσω να απαντήσω σε ερωτήματα που στο βιβλίο μένουν αναπάντητα.
Πρώτο ερώτημα: Τι ώθησε το Δ.Σ.Π να πραγματοποιήσει μια επίθεση τόσο μακριά από τα βάσεις του, που ήταν στις ορεινές περιοχές του Μωρηά;
Την απάντηση μας τη δίνει ο επιτελάρχης του Δ.Σ.Π αντισυνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος στο διάλογο που είχε, με τον ταγματάρχη Αρίστο Καμαρινό :
«Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην περιοχή μας, μου είπε ο Κανελλόπουλος, ή θα πρέπει να αναστείλουμε προσωρινά την επιθετική μας τακτική (εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) θα μας διατάξει να επιτεθούμε σε ορισμένες εχθρικές βάσεις για λόγους αντιπερισπασμού), »να σταυρώσουμε δηλαδή τα χέρια» και να περιμένουμε ώσπου να μας εφοδιάσει το Γ.Α με πυρομαχικά, ή « να βαρέσουμε γροθιά στο μαχαίρι», χτυπώντας μεγάλες βάσεις του εχθρού, έστω και αν έχουμε μικρές πιθανότητες επιτυχίας, ή, τέλος, να διεισδύσουμε σε παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου, για να χτυπήσουμε μικρά τμήματα του κυβερνητικού στρατού, της χωροφυλακής και των ΜΑΥδων, οπότε όμως θα έχουμε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αφού θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί αιφνιδιασμός του εχθρού και ο «ωφέλιμος χρόνος επίθεσης» θα είναι, αναγκαστικά, ελάχιστος, λόγω των μεγάλων αποστάσεων που θα πρέπει να διανύσουν τα τμήματα μας κατά την υποχώρηση τους προς τις ελεύθερες περιοχές».
Η επίθεση λοιπόν σε Ανδραβίδα, Λεχαινά και Καβάσιλα έγινε για τους λόγους που περιγράφει ο πλέον αρμόδιος από πλευράς ανταρτών, επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου Κ. Κανελλόπουλος, την εξεύρεση δηλαδή πολεμικού υλικού.
Αρίστος Καμαρινός
Για το ίδιο θέμα ο Αρίστος Καμαρινός σημειώνει: «Λίγες μέρες μετά την συζήτηση μου αυτή με τον Κανελλόπουλο, με διαταγή του Αρχηγείου Πελοποννήσου, πραγματοποιήσαμε μια επιθετική ενέργεια στα Λεχαινά, Ανδραβίδα και Καβάσιλα, γειτονικές κωμοπόλεις στην παραλιακή περιοχή της Δυτικής Ηλείας.
Ήταν μια επιχείρηση κυριολεκτικά παράτολμη. Είχαμε στη διάθεση μας ωφέλιμο χρόνο επίθεσης μόνο 4 ώρες και η υποχώρηση μας, ακόμα και σε πλήρη επιτυχία μας, θα ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της μεγάλης μας κόπωσης από τις πολύωρες πορείες που θα έπρεπε να κάνουμε για να φτάσουμε από την περιοχή Ερυμάνθου στη πεδινή Ηλεία, όπου βρίσκονταν αυτές οι βάσεις, σε συνθήκες δηλαδή τόσο δυσμενείς που, αν ο αντίπαλος είχε υψηλό ηθικό και μαχητικότητα μπορούσε να μας φέρει σε πολύ δύσκολη θέση με τις δυνάμεις που θα κινητοποιούσε, οδικώς και σιδηροδρομικώς, από Πάτρα, Χαλανδρίτσα, Πύργο, Αμαλιάδα, κ.τ.λ».
Δημήτρης Ζαφειρόπουλος
Τις ίδιες εκτιμήσεις με τους Κανελλόπουλο και Καμαρινό, για την τακτική που ακολουθούσε ο Δ.Σ.Π το 1948, κάνει από την πλευρά του ο στρατηγός του Κυβερνητικού Στρατού Δημήτριος Ζαφειρόπουλος αναφερόμενος στη κατάσταση που επικρατούσε στη Πελοπόννησο: «Αι επιτυχίαι αύται (σ.σ των ανταρτών) ωφείλοντο εις την καλήν τακτικήν, την οποίαν εφήρμοσε το Αρχηγείον Πελοποννήσου (σ.σ του Δ.Σ.Π) και η οποία εστηρίζετο εις την κίνησιν, την επίθεσιν, την συνεχήν προσβολήν και εις την κατανόησιν υπο στελεχών και μαχητών ότι αι δυσκολίαι του εφοδιασμού εις οπλισμόν, πυρομαχικά και τρόφιμα θα επιλυθούν δια του αγώνος».
Πηγή : Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης – https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=303434658083604&id=100155231744882
Category: Αποκαλύψεις, Αυτοδιοίκηση, Δικαιοσύνη, Δικαιώματα, Ελευθεροτυπία, Επώνυμες απόψεις, Πολιτική, Ράδιο "αποκαλύψεις", Τύπος, Χωρίς κατηγορία