Ο ΑΛΕΚΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ:
Πριν από μερικές ημέρες δημοσιεύθηκε με ένα χρόνο καθυστέρηση το σκεπτικό της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση για τη «17η Νοέμβρη». Αναφορικά με την ηθική αυτουργία, με μια σύντομη ματιά, είναι του ιδίου επιπέδου, αν όχι χειρότερο, από αυτό της πρωτοβάθμιας δίκης. Οπως σ’ εκείνο, πρόκειται για κατασκευάσματα που δεν έχουν σχέση με την αλήθεια και στηρίζονται σε συνειδητά ψεύδη, διαστρεβλώσεις, παραποιήσεις. Οι συλλογισμοί είναι έωλοι, οι καταδίκες αυθαίρετες και βασίζονται σε ψεύδη.
Λέγεται ότι η αλήθεια εκφράζεται με λίγα και καθαρά λόγια, πάντα τα ίδια. Το αντίθετο συμβαίνει εδώ με την ηθική αυτουργία. Στην αρχή με κατηγορούσαν ως αρχηγό. Στη συνέχεια ως καθοδηγητή. Μετά, στο σκεπτικό της πρωτοβάθμιας, έγινα μέλος μιας ανύπαρκτης τριμελούς εκτελεστικής γραμματείας, που μετέφερε τις αποφάσεις στους πυρήνες. Επειδή όμως τα άλλα δύο μέλη αποφυλακίστηκαν, έπρεπε να επινοήσουν κάτι άλλο. Ετσι στο σημερινό σκεπτικό η εκτελεστική γραμματεία μεταμορφώθηκε ως διά μαγείας σε διμελές κέντρο εξουσίας.Είναι το καινούργιο εύρημα, ώστε να μείνει φυλακισμένος ο Γιωτόπουλος. Από πού προέκυψε; Από πουθενά ή μάλλον από την παραποίηση του περιεχομένου του ψευδεπίγραφα αποκαλούμενου «καταστατικού». Σ’ αυτό το σύντομο σημείωμα δεν θα ασχοληθώ με το συνονθύλευμα των… «αιτιολογιών» του σκεπτικού αλλά μόνο με τα δύο αυτά ζητήματα, αποδεικνύοντας ότι και τα δύο είναι ανύπαρκτα, ότι είναι προϊόντα φαντασίας.Για το λεγόμενο «καταστατικό» υπάρχει μια μόνο μαρτυρία, αυτή του Τσελέντη. Είναι όμως δυνατόν να υπήρχε «καταστατικό» και να μην το γνώριζε κανένας απ’ τους υπόλοιπους κατηγορουμένους που υποτίθεται ότι είχαν σχέση με την οργάνωση;
Οποιοσδήποτε στρατολογούνταν, το πρώτο πράγμα που θα όφειλαν να του δείξουν, είναι το καταστατικό λειτουργίας, όπως γίνεται παντού, αφού αυτό δεν μπορεί να είναι κρυφό, ούτε θα πρέπει να μείνει κρυφό. Ομως κανένας απολύτως -πλην Τσελέντη- δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό στη διάρκεια των δύο χρόνων που κράτησαν οι δίκες. Ενώ αν υπήρχε θα έπρεπε οι αναφορές σ’ αυτό να είναι συχνές, αφού αυτό ρύθμιζε τη λειτουργία της οργάνωσης. Ακόμη κι αυτοί οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι με τις αρχές δεν αναφέρθηκαν σ’ αυτό.Είναι γνωστό στους πάντες ότι η αξιοπιστία του Τσελέντη είναι πολύ μικρή. Και όπως απέδειξε επανειλημμένα ο Τζωρτζάτος, χωρίς ποτέ κανείς ν’ αποπειραθεί να τον αντικρούσει, η κατάθεση Τσελέντη είναι αποτέλεσμα ενός deal με τις Αρχές. Μ’ αυτή τη συμφωνία ο Τσελέντης κατόρθωσε να σπάσει τα ισόβια προσφέροντας όσα του ζητήθηκαν, δηλ. μια σειρά από ψεύδη, για να ενοχοποιήσει κυρίως εμένα και τον Τζωρτζάτο.
Με ποια λογική, λοιπόν, ο Τσελέντης θεωρείται αξιόπιστος, όταν λέει ότι το γραμμένο απ’ το χέρι του «καταστατικό», το αντέγραψε από χειρόγραφο του Γιωτόπουλου;Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Τσελέντης λέει την αλήθεια, ότι δηλ. είτε το αντέγραψε είτε όχι, αυτό είναι το «καταστατικό». Δυστυχώς για το σκεπτικό, το περιεχόμενο του «καταστατικού» το διαψεύδει. Δεν είναι τυχαίο ότι το κρύβουν κι ότι είναι δυσανάγνωστο. Η κύρια ιδέα του είναι ότι τόσο η βίαιη δράση όσο και το οργανωτικό σχήμα θεμελιώνονται στην πλατειά δημοκρατική συζήτηση των μελών είτε στη συνδιάσκεψη, είτε σε συζητήσεις μελών από περισσότερους πυρήνες. Λένε καθαρά (στη σελ. 2) «ότι χωρίς αυτήν την πλήρη και πλατειά δημοκρατική συζήτηση δεν υπάρχει θεμελίωση του συγκεντρωτισμού, που καταντάει μπλανκισμός, συνωμοτισμός χωρίς νόημα. Δεν νοούνται καν ενέργειες λαϊκής βίας που οδηγούν σε τυφλό εμπειρισμό, στον μιλιταριστικό αυθορμητισμό».
Και (στη σελ. 6) λέει «όλοι οι υπεύθυνοι πυρήνων, τα μέλη της συνδιάσκεψης, τα μέλη της εκτελεστικής γραμματείας εκλέγονται, είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητά και λογοδοτούν στη συνδιάσκεψη». Αν όλ’ αυτά είχαν γίνει, κάποιος κατηγορούμενος που είχε σχέση θα τα είχε αναφέρει στις δίκες. Μπορούν λοιπόν να μας πουν οι συντάκτες του σκεπτικού πού και πότε έγινε Συνδιάσκεψη; Πού και πότε έγινε έστω και μία (1) τον αριθμό πλατειά συζήτηση με μέλη από περισσότερους πυρήνες; Μπορούν να μας υποδείξουν έστω και έναν που να εξελέγη ως υπεύθυνος πυρήνα; Και επειδή το σκεπτικό αναφέρεται επανειλημμένα σε απειλή κυρώσεων, μπορούν να μας υποδείξουν έστω και ένα μέλος που να τιμώρησε το κέντρο εξουσίας και με ποια ποινή; Αντίθετα, ούτε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν πραγματοποιήθηκαν.Στο τέλος λέει ότι δεν είναι αποδεκτή η πρακτική της κοοπτάτσιας, δηλ. του διορισμού υπεύθυνου από πάνω. Αφού λοιπόν αυτή δεν είναι αποδεκτή απομένει η εκλογή. Πού λοιπόν και πότε εξέλεξαν τα δύο μέλη που αποτελούσαν το κέντρο εξουσίας; Κι αφού αυτά ήσαν ανά πάσα στιγμή ανακλητά, πώς παρέμειναν τα ίδια για μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο;Το συμπέρασμα είναι ολοκάθαρο.
Ακόμη κι αν αυτό το χαρτί είναι πραγματικό -δηλ. μη χαλκευμένο- δεν είναι το «καταστατικό». Το πολύ να ήταν οι απόψεις κάποιων για το οργανωτικό και είτε απορρίφθηκαν είτε εφαρμόστηκε άλλο μοντέλο. Δεν ήταν το καταστατικό, γιατί η λειτουργία της 17Ν, όπως φάνηκε στο δικαστήριο απ’ την πρακτική της, ήταν τελείως διαφορετική. Τίποτε απ’ όσα αναφέρονται σ’ αυτό το «καταστατικό» δεν εφαρμόστηκε, ούτε καν η στεγανοποίηση. Και η προσπάθεια να κρατηθεί απ’ αυτό το μόνο που μας βολεύει, δηλ. η αναφορά στο κέντρο, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων όλα τα άλλα πιο σημαντικά, παραχαράζει τελείως το περιεχόμενό του. Αλλωστε ο ίδιος ο Τσελέντης έχοντας συναίσθηση της αντίφασης, δήλωσε στο δικαστήριο ότι το «καταστατικό», ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Και αντίθετα από όσα λέει το σκεπτικό, σε ερώτηση των εφετών του πρωτοβάθμιου αλλά και αυτών του δευτεροβάθμιου και της εισαγγελέως που τον πίεζαν αφόρητα να στέρξει και να πει ότι υπήρχε ανώτερο κλιμάκιο, το αρνήθηκε κατηγορηματικά, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονταν οι αποφάσεις σε κάθε πυρήνα, χωρίς επεμβάσεις τρίτων.Οσον αφορά το δήθεν κέντρο εξουσίας. Οσοι έχουν συμμετάσχει σε αριστερές οργανώσεις οποιουδήποτε τύπου, γνωρίζουν ότι υπήρχε πάντα μια έντονη αντιηγετική νοοτροπία. Οτι η κάθε ηγεσία αντιμετώπιζε δυσκολίες και σοβαρές αντιρρήσεις.
Ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν, ήταν η ανάδειξη της όποιας ηγεσίας από δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες που έτσι τη νομιμοποιούσαν και της προσέδιδαν κάποιο κύρος. Απ’ τη συμμετοχή μου στην Αντίσταση κατά της χούντας γνωρίζω ότι αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο για παράνομες, συνωμοτικές οργανώσεις. Μόνο αν γνωρίζει κάποιος ότι μια ηγεσία έχει εκλεγεί από κάποια πλατύτερη συνέλευση, της έχει εμπιστοσύνη και την αποδέχεται. Αλλιώς, η ηγεσία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Είναι λοιπόν δυνατόν να λειτουργεί επί 27 χρόνια μια οργάνωση και να μη γνωρίζει ούτε ένας το όνομα του κέντρου εξουσίας, το οποίο δεν μπορεί να είναι κρυφό για να μπορέσει να παίξει τον ρόλο του; Είναι δυνατόν να μην ξέρει το μέλος, σε ποιο κέντρο οφείλει να υπακούει, από ποιους και με ποιες διαδικασίες αυτό εξελέγη; Αν υπήρχε τέτοιο κέντρο, θα το ήξεραν όσοι είχαν κάποια σχέση, θα το ανέφεραν στις δίκες με το όνομά του, θα έλεγαν κάθε φορά π.χ. η διοικούσα επιτροπή μας μήνυσε αυτό κ.λπ. Ούτε ένας όμως κατηγορούμενος στη διάρκεια των δύο δικών, δεν ανέφερε ούτε μια φορά κάτι τέτοιο. Αρα, δεν υπήρχε κέντρο εξουσίας όπως δεν υπήρχε και εκτελεστική γραμματεία.Παραδόξως και εδώ τη μεγαλύτερη συμβολή στην απόδειξη ότι δεν υπήρχε κέντρο εξουσίας την προσφέρουν οι συνεργαζόμενοι, άθελά τους. Συγκεκριμένα ο Τσελέντης περιγράφοντας στην πρωτοβάθμια δίκη κάποια ενέργεια, είπε ότι τον έστειλαν σε κάποια παρατήρηση στόχου και εκεί διαπίστωσε ότι επρόκειτο για γυναίκα και μάλιστα έγχρωμη.
Οταν τους συνάντησε, τους είπε ότι δεν μπορεί να έχουν τέτοιο στόχο και τον άλλαξαν αμέσως. Το ίδιο ισχυρίζεται έτερος συνεργαζόμενος που αποφυλακίστηκε πρόσφατα. Δήλωσε στο πρωτοβάθμιο ότι κάποιο μέλος του είπε ότι προετοίμαζαν σαν στόχο κάποιον που υπήρξε πρώην πρόεδρος της Ν.Δ. Διεφώνησε και ζήτησε ν’ αλλάξουν στόχο, όπως κι έγινε.Ας φανταστούμε ότι οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έχουν μια θέση σε σημαντικό πολιτικό ζήτημα π.χ. υπέρ της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και για την κατάργηση του άρθρου 16. Και ότι ένας απλός βουλευτής τους όχι μόνο διαφωνεί αλλά ότι διαφωνώντας αλλάζει τη θέση όλου του κόμματος. Τι θα σήμαινε αυτό; Οτι, βέβαια, δεν υπάρχει ηγεσία, αφού μπορεί ο οποιοσδήποτε βουλευτής να αλλάζει τις θέσεις της. Παρόμοια, όσα περιγράφουν οι δύο συνεργαζόμενοι σημαίνουν ότι δεν υπήρχε ηγεσία. Αν υπήρχε, αυτή θα αποφάσιζε και δεν θα άλλαζαν οι αποφάσεις της από ένα απλό μέλος και μάλιστα με τόση ευκολία.Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι υπήρχε αυτό το κέντρο εξουσίας, που αποφάσιζε τα πάντα. Είναι γνωστό ότι οι συλλήψεις έγιναν μετά τη βομβιστική ενέργεια στον Πειραιά. Κι ότι σ’ αυτή την ενέργεια τόσο στον σχεδιασμό, στην πραγματοποίησή της, όσο και αμέσως μετά απ’ αυτήν έγιναν δεκάδες παιδαριώδη λάθη, που ούτε 18άρηδες γκαζάκηδες δεν θα έκαναν. Και δεν εννοώ την τυχαία έκρηξη της βόμβας στα χέρια μέλους. Μπήκαν πολλά αυτογκόλ. Συνέπεια αυτών ήταν οι συλλήψεις. Ποιος ευθύνεται; Μα, βέβαια, το κέντρο εξουσίας που υποτίθεται ότι αποφάσιζε τα πάντα. Αντιλαμβάνεται εύκολα ο καθένας ποια θα ήταν η συνέχεια.
Ολοι οι συλληφθέντες που είχαν κάποια σχέση θα καθύβριζαν νυχθημερόν το κέντρο εξουσίας, θα καταφέρονταν ενάντια στα μέλη του, θα τους λοιδορούσαν, θα ζητούσαν εξηγήσεις γι’ αυτά τα παιδαριώδη λάθη πρωτάρηδων που τους οδήγησαν στη φυλακή. Τίποτε τέτοιο όμως δεν έγινε, παρ’ όλες τις φιλότιμες και συστηματικές προσπάθειες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας να διαμηνύσουν σε ορισμένους συλληφθέντες ακόμη και μέσω των δικηγόρων τους ότι όποιος κοπανάει τον Γιωτόπουλο θα έχει μειωμένη ποινή.Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το επίπεδο του σκεπτικού, θα κάνω μόνο μια αναφορά. Με κατηγορούν γιατί δεν προσέφυγα σε άλλο γραφολόγο ώστε να αμφισβητήσω το πόρισμα του δικού τους. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς εδώ; Οτι αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί εγώ προσέφυγα; Οτι η γνωμάτευση της Γαλλίδας γραφολόγου στην οποία προσέφυγα διέψευσε το πόρισμα του δικού τους και το αποσιωπούν;
Οτι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αρνήθηκαν να τη δεχτούν με κάποια πρόφαση, όπως αρνήθηκαν να με εκπροσωπήσει ο Γάλλος δικηγόρος κ. Comte, που έφερε αυτή τη γνωμάτευση; Οτι προσπαθούν να αποκρύψουν ότι αρνήθηκαν παράνομα να τη δεχτούν για να μπορέσουν να με καταδικάσουν με τον δικό τους; Δεν αντιλαμβάνονται ότι με όλα αυτά πετυχαίνουν το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν;Θα μου απαντήσουν ίσως ότι προσβάλλω το κύρος της Δικαιοσύνης με αυτά τα σκληρά λόγια. Το ανύπαρκτο εδώ και χρόνια κύρος της Δικαιοσύνης το προσβάλλουν κατ’ αρχήν ορισμένοι λειτουργοί της με τις ενέργειες, τις παραλείψεις, τις αποφάσεις τους. Σκληρές δεν είναι οι λέξεις, αλλά η πραγματικότητα, η ζωή, η φυλακή. Βαρβαρότητα είναι να καταδικάζεις κάποιον σε βαρύτατη ποινή, φυλακίζοντάς τον για τουλάχιστον 6 χρόνια, για να τον δαιμονοποιήσεις στα μάτια της κοινωνίας, να τον τοποθετήσεις στο περιθώριό της, εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες των επικυρίαρχων.Βαρβαρότητα είναι το εφεύρημα για εκτελεστικές γραμματείες, κέντρα εξουσίας και τα παρόμοια, ώστε να δικαιολογηθούν οι παρανομίες και η αυθαίρετη καταδίκη. Βαρβαρότητα είναι να καταδικάζεις και να φυλακίζεις χρήστες για μικροποσότητες, ενώ οι μεγαλέμποροι και οι επώνυμοι χρήστες με τις ποσότητες είναι ελεύθεροι. Βαρβαρότητα είναι ότι καταδικάζοντάς τους, καταστρέφεις και την οικογένειά τους. Βαρβαρότητα είναι ότι δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη σύμφωνα με το περί Δικαίου αίσθημα του λαού, ούτε σε μια μεγάλη υπόθεση που συγκλόνισε τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Γιατί η Δικαιοσύνη και το ποινικό σύστημα δεν αποδίδουν δικαιοσύνη. Γιατί το σωφρονιστικό σύστημα δεν σωφρονίζει και συνεπώς είναι βαρβαρότητα. Γιατί και οι δύο αυτοί θεσμοί συνιστούν μια αδυσώπητη μηχανή, που παράγει και αναπαράγει το έγκλημα. Μετατρέποντας την ανομία, την παραβατικότητα, σε βαρειά εγκληματικότητα. Δημιουργώντας το απαραίτητο για την κοινωνία περιθώριο, το έγκλημα, που είναι έξω και μακριά απ’ αυτήν. Οχι αναγκαστικά απ’ τον «εγκληματία» αλλά επιλέγοντας όποιον παραβιάζει τον κώδικα σωστής συμπεριφοράς που επιβάλλει η καθώς-πρέπει κοινωνία, όποιον παραβιάζει τη νόρμα και σαν τέτοιος θεωρείται δυνητικά εχθρός της. Η δημιουργία αυτού του περιθωρίου, του χώρου του εγκλήματος, είναι απαραίτητη για την καθώς πρέπει κοινωνία.
Για να εξαγνιστεί, να περιχαρακωθεί. Αυτός είναι ο στόχος της δικαιοσύνης του σωφρονιστικού συστήματος.Ιστορικοί λόγοι καθιστούν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Αποδεικνύεται σήμερα, 34 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, ότι ήταν μοιραίο για την Ελληνική Δημοκρατία το γεγονός ότι ούτε ο Καραμανλής το ’74, ούτε ο Παπανδρέου το ’81 τόλμησαν να προχωρήσουν σε κάθαρση στον χώρο της Δικαιοσύνης. Η Δημοκρατία που προέκυψε ήταν και παραμένει σήμερα κολοβή, αφού ένας απ’ τους σημαντικότερους θεσμούς της, αυτός της Δικαιοσύνης, παραμένει αναλλοίωτος, όπως το δείχνει η δικαστική καθημερινότητα. Οντας μια συγκεντρωτική δομή, ιεραρχημένη, με ιδεολογία που κυμαίνεται από απλά συντηρητική μέχρι σκοταδιστική και υπεραντιδραστική είναι πολύ εύκολο να αναπαράγεται και να ελέγχεται από μια μικρή μειοψηφία που κατέχει τις θέσεις κλειδιά, παρ’ ότι σήμερα υπάρχουν διαφορετικοί και αξιόλογοι δικαστές με πλούσιους ορίζοντες.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ενώσεων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ποινικολόγος κ. Patrick Baudouin, έχοντας μελετήσει τον δικαστικό χειρισμό της υπόθεσης της 17Ν και την πρωτοβάθμια δίκη, τα χαρακτήρισε ως «δικαιοσύνη δικτατορίας». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αν μελετούσε τη δευτεροβάθμια δίκη και το σκεπτικό της απόφασης, τα ίδια θα έλεγε, αν όχι χειρότερα.
Αλέκος ΓιωτόπουλοςΦυλακές Κορυδαλλού 9 Ιουνίου 2008
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 17/06/2008
Category: Αποκαλύψεις