ΑΡΤΕΜΙΔΑ «Δεν ξεχνιέται ο θάνατος»
Του ΜΑΚΗ ΝΟΔΑΡΟΥ
Η μυρωδιά του καμένου ξύλου, οι μαύρες νιφάδες της στάχτης που στροβιλίζονται στον αέρα και η λιωμένη σε πολλά σημεία άσφαλτος του δρόμου που οδηγεί στη μαρτυρική Αρτέμιδα θυμίζουν ακόμα και σήμερα στους επισκέπτες, περίπου δύο μήνες μετά, ότι τούτος εδώ ο τόπος μαρτύρησε παραδομένος στη φονική αγκαλιά της πύρινης λαίλαπας που άλωσε σχεδόν ολόκληρη την Ηλεία.
Καμένοι λόφοι, λιωμένη άσφαλτος και εικονοστάσια. Κι όμως η ελπίδα πρασινίζει στην άκρη του δρόμουΗ απόλυτη σιωπή, γύρω από τα μαυρισμένα δέντρα, είναι το σημάδι ότι σε αυτό το μέρος κάθε ίχνος ζωής εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά μετά το πέρασμα της φωτιάς.
Μοναδικές φωτεινές πινελιές στο απέραντο μαύρο, το λιγοστό πράσινο στις άκρες των δρόμων αλλά και τα κλαδιά κάποιων δέντρων που πεισματικά πρασίνισαν πάνω στους καμένους κορμούς, στέλνοντας δυνατά μηνύματα ελπίδας στους σκυθρωπούς και πικραμένους κατοίκους της περιοχής.Στη στροφή του θανάτου, λίγο έξω από το μικρό χωριό, εκεί όπου βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες δεκατέσσερις συνολικά συνάνθρωποί μας, η λιωμένη άσφαλτος σε διάφορα σημεία σηματοδοτεί τον τόπο της τραγωδίας και τη μανία της φωτιάς.Δίπλα σε ένα βράχο στην άκρη του δρόμου, ένα μικρό λευκό εικονοστάσι με αναμμένο το καντήλι του και κρεμασμένο ένα χακί τζόκεϊ στο σταυρό του υπενθυμίζει στους περαστικούς ότι εκεί άφησε την τελευταία του πνοή μαζί με τρεις ακόμη συναδέλφους του, δίνοντας τη ζωή του για το καθήκον, ο εποχικός δασοπυροσβέστης Γιάννης Δρακόπουλος. Ηταν μόλις 28 ετών…
Πάνω στην πλαγιά και δίπλα από τις καμένες ελιές, σκορπισμένα λουλούδια και μικρά καντηλάκια μαρτυρούν τα σημεία του θανάτου των άλλων ανθρώπων. Δίπλα τους αθόρυβα, τελετουργικά, με ανείπωτη ευλάβεια, μαυροφορεμένες γυναίκες σταυροκοπιούνται για τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων που έφυγαν τόσο βίαια και άδικα. «Ερχόμαστε εδώ κάθε απόγευμα και ανάβουμε τα καντηλάκια τους για να τους κάνουμε με τη σκέψη μας παρέα… Είναι άδικο που έφυγαν με αυτόν το φρικτό τρόπο…», μας λένε ψιθυριστά.Η σκιά του θανάτου και της καταστροφής σκεπάζει ακόμη την Αρτέμιδα δύο μήνες μετά το πέρασμα της φωτιάς.
Στη μικρή πλατεία του χωριού, οι λιγοστοί του κάτοικοι μαζεύονται κάθε απόγευμα εκεί για να συζητήσουν τα προβλήματά τους αλλά και για να θυμηθούν ξανά τους συγγενείς, τους συγχωριανούς και τους φίλους τους που χάθηκαν τότε που η κόλαση της φωτιάς πέρασε από το χωριό τους.
Ενα μικρό υπόστεγο στην πλατεία του χωριού λειτουργεί σαν καφενείο και τόπος συγκέντρωσης των ελάχιστων που έμειναν στην Αρτέμιδα«Δεν το έχουμε ξεπεράσει ακόμα… Αλλά πώς είναι δυνατόν να ξεχάσεις το θάνατο των αγαπημένων σου προσώπων», μας λέει μια ηλικιωμένη κάτοικος. Δίπλα από το νεκροταφείο του χωριού, στο παλιό σχολείο, ο καταυλισμός των λυομένων παραμένει σιωπηλός. Ελάχιστοι είναι οι κάτοικοι που χρησιμοποιούν αυτά τα άχαρα «κουτιά», όπως τα ονομάζουν. Οι περισσότεροι από εκείνους που έχασαν τα σπίτια τους, φιλοξενούνται σε σπίτια συγγενών τους και περιμένουν, όπως λένε, να χτιστούν τα νέα σπίτια για να μπουν μέσα «και να ζήσουν σαν άνθρωποι».
«Υπάρχει ελπίδα. Το χαμόγελο θα επιστρέψει στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων. Το χωριό μας θα ξαναγίνει όπως ήταν και ακόμα καλύτερο. Είμαστε πικραμένοι, αλλά πάντα στη φύση του ανθρώπου είναι να ελπίζει για κάτι καλύτερο, όση απόγνωση και λύπη και αν κρύβει μέσα του», μας λέει ο πρόεδρος της κοινότητας Γιώργος Κόσσυφας που έχασε τον αδερφό του στη μεγάλη καταστροφή, αλλά ο ίδιος στάθηκε όρθιος «γιατί έπρεπε να δώσει θάρρος στην οικογένειά του και στους συγχωριανούς του».«Το ενδιαφέρον της πολιτείας και του κόσμου ήταν συγκινητικό. Ολοι μάς βοήθησαν. Ομως θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Κυπριακή Δημοκρατία και ειδικότερα τον πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο άλλά και όλους εκείνους που ήρθαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την ανοικοδόμηση της Αρτέμιδας», μας λέει ο κ. Κόσσυφας. «Να ξανάρθετε να σας φιλέψουμε, όταν γίνει το χωριό μας ξανά όπως ήταν… Εδώ ήταν ο παράδεισος», ψιθυρίζει καθώς φεύγουμε, η πιο ηλικιωμένη της παρέας των κατοίκων που βρίσκονται στη μικρή πλατεία.
Ενα μικρό σπουργίτι καθισμένο πάνω στην πέτρινη βρυσούλα του χωριού που πασχίζει να πιει νερό, αδιαφορεί επιδεικτικά για την παρουσία μας κοντά του και μας στέλνει, όπως και οι λιγοστοί κάτοικοι, το μήνυμα ότι στο χωριό που δεν λυπήθηκε ούτε ο Θεός, η ελπίδα της ζωής είναι ακόμη ζωντανή.
nodaros@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 15/10/2007
Category: Χωρίς κατηγορία