Κομβόι θανάτου
Του ΜΑΚΗ ΝΟΔΑΡΟΥ
«Οι ψυχές τους είναι ακόμη εδώ. Και μας ρωτάνε γιατί… Γιατί, Θεέ μου, σε εμάς αυτή η τραγωδία… Τους νιώθω ότι είναι εδώ… Δίπλα μας μαζί με τον αδερφό μου».
Ο ηλικιωμένος άνδρας, με τη μαυρισμένη από τις στάχτες μπλούζα του, αγκαλιάζει ένα από τα κουφάρια των έξι καμένων αυτοκινήτων που καπνίζουν ακόμη δίπλα στην άσφαλτο κοντά στο χωριό της Αρτέμιδας στην Ηλεία και κλαίει με λυγμούς θρηνώντας για τον 66χρονο αδερφό του Διονύση που χάθηκε εκεί στη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς.
«Δεν πρόλαβε να φύγει.Τον αποτελείωσε μαζί με τους άλλους η φωτιά. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι πέθανε τόσο φρικτά και τόσο βίαια χωρίς καμία βοήθεια», μας λέει σκουπίζοντας τα υγρά από το κλάμα μάτια του ο Χαράλαμπος Λαμπρόπουλος.
Τα λόγια του κόβουν σαν μαχαίρι τη νεκρική ησυχία που επικρατεί στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν οι πιο αποτρόπαιες σκηνές της ανείπωτης τραγωδίας . Στον τόπο όπου η κόλαση κατέβηκε στη γη, όπως λένε οι ντόπιοι…Στο μέρος όπου ακόμη και ο Θεός δεν έδειξε οίκτο…
Τα πέντε Ι.Χ. και το πυροσβεστικό όχημα στην άκρη του δρόμου που καπνίζουν ακόμη, δείχνουν ότι η φρίκη είναι εδώ ακόμη ζωντανή…Μαυρισμένα από τις στάχτες πρόσωπα, με κόκκινα από το κλάμα και την αϋπνία μάτια, οι συγγενείς των νεκρών περιπλανώνται σαν τα φαντάσματα δίπλα από τα κουφάρια των καμένων αυτοκινήτων και όλοι τους κοιτάζουν σιωπηλά προς την κορυφή του λόφου δίπλα. Εκεί όπου τα πέντε ασθενοφόρα περιμένουν να περισυλλέξουν τους υπόλοιπους νεκρούς.
Στο σημείο αυτό λίγο έξω από το κατεστραμμένο ολοσχερώς μικρό χωριουδάκι της Αρτέμιδας, ο θάνατος κατέβηκε στη γη και πήρε μέσα σε ελάχιστα λεπτά συνολικά 23 συνολικά με τον πλέον βίαιο και τρομερό τρόπο. Οπως μαρτυρούν οι χωρικοί, κάποιοι κάτοικοι από την Αρτέμιδα και τον Μάκιστο αμέσως μετά την εισβολή της πύρινης λαίλαπας στα χωριά τους, άρπαξαν τις οικογένειές τους και επιβιβαζόμενοι στα Ι.Χ. τους προσπάθησαν να φύγουν.Μάνα με τέσσερα παιδιά
Ομως, σε μια κλειστή στροφή του δρόμου τα Ι.Χ. που κατεβαίνουν, μπλοκάρουν με ένα από τα πυροσβεστικά που ανεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προσφέρει βοήθεια στο χωριό.Εννέα άνθρωποι εκ των οποίων τρεις πυροσβέστες πεθαίνουν με φρικτό τρόπο αμέσως δίπλα και μέσα στα αυτοκίνητά τους.Οι υπόλοιποι επιβάτες των αυτοκινήτων μαζί με άλλους κατοίκους του μικρού χωριού, νιώθοντας την καυτή ανάσα της φωτιάς να τους πλησιάζει, αρχίζουν πανικόβλητοι να ανηφορίζουν στην πλαγιά. Τη μοναδική διέξοδο ζωής από την πύρινη κόλαση. Μοιραία απόφαση για μια εξίσου μοιραία διαδρομή όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων για όλους…
Ανάμεσά τους μια μητέρα με τέσσερα παιδιά ηλικίας από 4 έως 15 ετών, και μια γιαγιά με τα εγγονάκια της. Οι φονικές φλόγες τούς προλαβαίνουν και οι τελευταίες τους κραυγές πνίγονται μέσα στους ανατριχιαστικούς τριγμούς της φωτιάς και στον πυκνό καπνό…Υστερα η απόλυτη σιωπή… του θανάτου.Η μητέρα βρίσκεται ύστερα από ώρες νεκρή, έχοντας στην αγκαλιά της τα επίσης τέσσερα νεκρά μικρά παιδιά της. Κοντά της μια γιαγιά με τα δύο εγγονάκια της και λίγο πιο πέρα ο νεοδιόριστος αγροφύλακας της Αρτέμιδας, ένας αστυνομικός κι ένα νεαρό ζευγάρι αγκαλιασμένο και αυτό, και κάποιοι άλλοι ακόμη…Οι εικόνες φρίκης λυγίζουν τους αστυνομικούς και τους πυροσβέστες. Ορισμένοι από αυτούς δεν αντέχουν και καταρρέουν…
Μόνο δύο άνθρωποι επέζησαν μάλλον τυχαία από την κόλαση που κατέβηκε στη γη στο συγκεκριμένο σημείο. Είναι και οι μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες της φρίκης που θα τους ακολουθεί -όπως λένε- για όλη τους τη ζωή και θα στοιχειώνει για πάντα τα όνειρά τους.Πρόκειται για τον δήμαρχο της πολύπαθης πόλης Ζαχάρως, Πανταζή Χρονόπουλο, και τον αντιδήμαρχο, Σπύρο Μπιλιώνη.Συγκλονισμένος, ο τελευταίος μάς περιγράφει τις φοβερές σκηνές που έζησε και το άγγιγμα του θανάτου που ένιωσε εκείνες τις τραγικές στιγμές.«Αλλα αυτοκίνητα κατέβαιναν και άλλα ανέβαιναν. Επικρατούσε πανικός. Τεράστιες φλόγες υψώνονταν από παντού. Τα Ι.Χ. συνωστίζονταν στον δρόμο με το πυροσβεστικό. Οι οδηγοί έχασαν την ψυχραιμία τους και τα αυτοκίνητα άρχισαν να χτυπούν το ένα το άλλο. Βρισκόμουν πίσω από την αυτοκινητοπομπή που κατέβαινε από την Αρτέμιδα. Εκανα αμέσως μεταβολή και γύρισα προς τον Μάκιστο με σκοπό να περάσω μέσα από τη φωτιά. Ετσι έκρινα σωστό εκείνη την ώρα. Πήρα και τον δήμαρχο μαζί μου. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν τους τρεις πυροσβέστες που πέθαναν, να κοιτούν γύρω τους αποσβολωμένοι τις φλόγες που τους πλησίαζαν. Τους φωνάξαμε να γυρίσουν όλοι πίσω. Κανείς δεν μας άκουσε. Κλείσαμε τα παράθυρα του αυτοκινήτου και επί δέκα λεπτά οδηγούσαμε μέσα στην πύρινη κόλαση. Είναι θαύμα που ζούμε…», μας λέει συγκλονισμένος ο Σπύρος Μπιλιώνης.
Με τις κραυγές και τους θρήνους των συγγενών των θυμάτων να αντηχούν ακόμη στα αυτιά μας και τις σειρήνες των ασθενοφόρων να ουρλιάζουν, εγκαταλείπουμε τον τόπο του μαρτυρίου και ανηφορίζουμε για το χωριό της Αρτέμιδας που θρηνεί και τους περισσότερους νεκρούς.Στη μικρή πλατεία δίπλα στα ερείπια του μικρού καφενείου που καπνίζουν ακόμη, κάποιοι ηλικιωμένοι θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους που μαρτύρησαν στη φωτιά. «Ολα έγιναν μέσα σε λίγα λεπτά. Πέρασε το περιπολικό της Αστυνομίας και μας είπε να φύγουμε και λίγο μετά οι φλόγες ήρθαν από παντού. Ολα τα σπίτια του χωριού καταστράφηκαν. Καήκαμε και κανένας δεν ήρθε να μας βοηθήσει», μας λέει ο Κωνσταντίνος Βλασόπουλος και συμπληρώνει: «Ζήσαμε την πραγματική κόλαση. Τα φίδια από το δάσος μπήκαν μέσα στα σπίτια μας στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τη φωτιά».
Τρία χιλιόμετρα πιο πάνω στο χωριό Μάκιστος η ίδια εικόνα της συμφοράς και της απόγνωσης. Ο δρόμος προς το χωριό είναι στρωμένος με τα κουφάρια άγριων πουλιών που δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν από την περιοχή.Στην είσοδο του χωριού, ένα μικρό γαϊδουράκι στέκεται όρθιο και φριχτά καμένο δίπλα από ένα δένδρο. Στην άσφαλτο γύρω του πολλά πλαστικά ιατρικά γάντια που βρίσκονται διασκορπισμένα δείχνουν ότι κάτι κακό συνέβη και εδώ. Ρωτάμε τους κατοίκους και μαθαίνουμε ότι τρεις ηλικιωμένοι άνθρωποι ανάμεσά τους και ο ιδιοκτήτης του άμοιρου ζώου βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες…Οργισμένοι οι κάτοικοι βρίζουν και καταριούνται εκείνους που ευθύνονται -όπως μας λένε- για το κακό που τους βρήκε.Ολα τα σπίτια του χωριού είναι κατεστραμμένα από τη φωτιά και πολλά από αυτά καίγονται ακόμα. Πυροσβεστικό όχημα δεν υπάρχει πουθενά… «Μας άφησαν στην τύχη μας. Πλησίαζε η φωτιά στο χωριό και ειδοποιήσαμε την Πυροσβεστική να έρθει. Μάταια. Ποτέ δεν ήρθε ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα. Ούτε ένα πυροσβεστικό αεροπλάνο δεν έστειλαν να μας βοηθήσει. Μας άφησαν να καούμε ζωντανοί. Λες και εμείς είμαστε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αυτό δεν είναι κράτος…», μας λένε οι σύμβουλοι του Τοπικού Συμβουλίου Αριστογείτων Πόθος και Αργύρης Αργυρόπουλος. Και οι δυο τους μας δείχνουν τα κατεστραμμένα από τη φωτιά σπίτια τους και κλαίνε με λυγμούς.«Η ίδια η Πολιτεία ευθύνεται για το κακό. Η υποκρισία των πολιτικών δεν έχει όρια. Μας εξαφάνισαν από τον χάρτη. Χάσαμε τα πάντα. Δεν έχουμε λόγους πια να μείνουμε εδώ. Θα φύγουμε. Το χωριό θα ερημώσει όπως και τα υπόλοιπα», μας λέει ο Παναγιώτης Δημόπουλος που είδε και αυτός το σπίτι του να γίνεται στάχτη…
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 27/08/2007
Category: Πυρόπληκτοι